Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Ξανά όρθια, ξανά στα πόδια μου - Τζο Ραπτουδη




Όλα ξεκίνησαν πριν από μερικά χρόνια. Εκείνη ήταν μια κοπέλα γύρω στα είκοσι που ζούσε με την μητέρα της. Οι γονείς της, αρκετά χρόνια χωρισμένοι, οι σχέσεις της με τον πατέρα της αραιές και η αδερφή της αρραβωνιασμένη τότε ζούσε με τον άντρα της.


Ξεκίνησε να δουλεύει από τα δεκαέξι της, κυρίως για να νιώσει ανεξάρτητη. Υπήρξε μάλιστα και ένα διάστημα που έκανε δύο δουλειές ταυτόχρονα. Κοιμόταν μόνο 3 ώρες την νύχτα, δεν την ένοιαζε όμως. Δεν της έλειψε ποτέ κάτι στο σπίτι, ούτε είχε τίποτα σε υπερβολικό βαθμό. Τα είχε όλα όπως έπρεπε να τα έχει ένα παιδί. Και κυρίως είχε πολλή αγάπη.

Πολλή αγάπη από μια μητέρα, η οποία μεγάλωσε μόνη της δύο παιδιά, χωρίς τη βοήθεια κανενός, δουλεύοντας όλη μέρα για να τα βγάλουν πέρα. Η ζωή της ήταν απλή αλλά όμορφη. Είχε τη γειτονιά της, τους φίλους της και την οικογένεια της. Δε χρειαζόταν κάτι άλλο για να είναι ευτυχισμένη. Δε ζητούσε ποτέ τα πολλά, «Λίγα και καλά» έλεγε. Αγάπη, οικογένεια, φίλους, άντε και λίγα φράγκα.

Όλα αυτά όμως χάθηκαν μετά από λίγο. Όταν η μητέρα της έπαψε να παλεύει με την αρρώστια τηςκαι λύγισε, όλη της η ζωή γύρισε ανάποδα. Έπρεπε να θρηνήσει το πιο σημαντικό άτομο στην ζωή της, αυτό που την έφερε στον κόσμο και την έκανε αυτό που είναι σήμερα, την μητέρα της,την καλύτερη της φίλη,το στήριγμα της.

Έπρεπε να μετακομίσει, να ζήσει μόνη της για πρώτη φορά, να αναλάβει ευθύνες, έξοδα και έναν άλλο κόσμο που γνώριζε σφαιρικά, καθώς ζούσε υπό την προστασία της μητέρας της τόσα χρόνια.Δεν ήταν κανένα κοριτσάκι από εκείνα που περίμεναν να τα βρουν όλα έτοιμα. Άλλωστε το ότι δούλευε από μικρή ηλικία με δική της πρωτοβουλία, έδειχνε ότι ήταν ένα άτομο που είχε ανάγκη την ανεξαρτησία του.

Δε βασίστηκε στην τσέπη κανενός και ας γνώρισε άντρες με λεφτά που ήθελαν να την σπιτώσουν και να της τα έχουν όλα έτοιμα. Δεν ήταν από εκείνες όμως, ήθελε να παλεύει για να αποκτήσει αυτά που θέλει. Αυτό είναι κάτι το οποίο το θέλει ακόμα και αυτό κάνει. Δεν της άρεσαν οι εύκολες καταστάσεις, ούτε οι εύκολοι άνθρωποι. Αναζητούσε το μυστήριο που θα έλυνε μόνη της σε ό,τι και αν έκανε, σε όποιον και αν γνώριζε.

Πριν λίγα χρόνια, λοιπόν, βρέθηκε αντιμέτωπη με τον χειρότερο εφιάλτη της. Έπρεπε να μάθει να ζει με την απώλεια, να σταθεί στα πόδια της και να αντιμετωπίσει την ζωή που της χάραξε η μοίρα. Μια ζωή καθόλου εύκολη.

Οι πρώτοι μήνες που έζησε μόνη της ήταν εφιαλτικοί όπως και τα όνειρα της κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της. Έκανε μήνες να κοιμηθεί κανονικά. Την έπιαναν τα κλάματα όπου και αν βρισκόταν χωρίς να μπορεί να το ελέγξει.

Με τον καιρό άρχισε να συνηθίζει την μοναξιά και το άδειο σπίτι της και αφού είχε απομακρύνει πολλά αγαπημένα πρόσωπα και είχε κλειστεί στον εαυτό της, άρχισε να τους φέρνει σιγά σιγά ξανάκοντά της. Εξακολουθούσε να παλεύει κάθε μέρα με τις αναμνήσεις όμως ήξερε πως έπρεπε να συνεχίσει. Οι αναμνήσεις άλλωστε είναι σαν τις φωτογραφίες, έχουν τυπωθεί καλά μέσα στο μυαλό και όσο και να τις κρύψεις, κάποια στιγμή θα εμφανιστούν και πάλι. Δε χάνονται για πάντα, απλώς θάβονται για λίγο σε ένα συρτάρι του μυαλού.

Έτσι άρχισε σιγά σιγά να παίρνει να πάνω της, να βγαίνει και πάλι να διασκεδάζει και να κάνει πράγματα που αγαπούσε. Τα βράδια, όμως, όταν γυρνούσε μόνη της στο άδειο εκείνο σπίτι, άνοιγε ένα μπουκάλι κρασί, καθόταν στον καναπέ της, έβαζε απέναντι της τη φωτογραφία της μητέρας της, τις αναμνήσεις της και της μιλούσε μέχρι το πρωί...

'Επινε πολύ για ένα διάστημα. Νόμιζε πως έτσι θα απαλύνει τον πόνο. Έναν πόνο που άργησε να καταλάβει πως έπρεπε να μάθει να ζει μαζί του. Είναι σαν τις επεμβάσεις. Ξέρεις πως κάποια στιγμή θα σταματήσεις να πονάς όμως η ουλή θα σου μείνει για πάντα. Ο χρόνος της έμαθε πως να στέκεται μόνη στα πόδια της.

Αργότερα που χρειάστηκε να μετακομίσει στην άλλη άκρη της πόλης ήταν σαν να ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Καινούργια μέρη, καινούργιοι άνθρωποι και μακριά από τους λίγους αγαπημένους της. Τα οικονομικά πολλές φορές ήταν άθλια. Ελάχιστα ευρώ για να περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα! Να πάρει τσιγάρα, αλλά και να φάει. Ζορίστηκε πολύ, πάλεψε με τον εαυτό της, αλλά τα κατάφερε.

Είχε και την αδερφή της στο πλάι της, που της στεκόταν όσο μπορούσε. Ο πατέρας της ζούσε στον δικό του κόσμο, με την καινούρια του οικογένεια και όπως πάντα ήταν απών. Γνώρισε καινούργιους ανθρώπους, όμορφα πλάσματα που μέχρι σήμερα είναι από τους καλύτερους της φίλους.

Πάντα όμως κλεινόταν στον εαυτό της. Και εκείνο το χαμόγελο που κουβαλούσε συνέχεια μαζί της, χανόταν όποτε έμενε μόνη. Πάλευε πολύ με το μέσα της και την ψυχική της ηρεμία. Ήταν σαν να της έλειπε συνέχεια κάτι. Και της έλειπε. 
Εκείνη...

Εκείνη που πάντα έτρεχε σε αυτήν για να της πει ό,τι και αν συνέβαινε στην ζωή της.
Που μιλούσαν είκοσι φορές την ημέρα στο τηλέφωνο, απλά και μόνο για να ακούσουν η μια την άλλη. Και τώρα πια την άκουγε μόνο στον τηλεφωνητή του κινητού της, που κρατούσε ανοιχτό μόνο και μόνο για να μην ξεχάσει ποτέ πώς ήταν η φωνή της.

Ήταν όντως πολύ δυνατή κοπέλα. Αλλά όπως λένε, οι δυνατοί άνθρωποι είναι εκείνοι με τις μεγαλύτερες ευαισθησίες. Και μιας κι εκείνη υπέφερε από χρόνιο άγχος, όλα αυτά που περνούσε τα τελευταία χρόνια την χτύπησαν άσχημα, με την πιο μοντέρνα ψυχική ασθένεια που κυκλοφορεί. Ταχυπαλμιες, ζαλάδες, διακοπή αναπνοής, πόνοι στο στήθος, μούδιασμα παντού.

Έτρεχε από το ένα νοσοκομείο στο άλλο. Κρίσεις πανικού η διάγνωση. Κάτι παντελώς άγνωστο και καινούριο που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Στην αρχή προσπαθούσε να το καταπολεμήσει με φυσικούς τρόπους. Και το κατάφερε. Αργότερα όμως οι κρίσεις επανήλθαν σε χειρότερη μορφή. Δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι, δεν μπορούσε να βρεθεί σε κλειστό ή και ανοιχτό χώρο με κόσμο, δεν μπορούσε να μείνει μόνη της στο σπίτι. Δε ζούσε, απλά φοβόταν κάθε μέρα ότι θα πεθάνει μόνη. Ένιωθε να χάνει τον έλεγχο του εαυτού και του σώματος της κι αυτό ήταν που τη φόβιζε περισσότερο.

Και το να ζεις με το φόβο είναι χειρότερο από το να μην ζεις καθόλου. Ένα σοβαρό περιστατικό την έκανε να παραδώσει τον εγωισμό της και να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Δεν της ήταν εύκολο. Έλεγε πάντα ότι τα χάπια είναι για τους τρελούς. Και αρνιόταν ότι χρειαζόταν βοήθεια σε κάτι και ότι δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει μόνη, όπως έκανε τόσα χρόνια.

Δεν ήταν τρελή, όμως όταν παλεύεις πρώτη φορά με κάτι άγνωστο και ταυτόχρονα τόσο δυνατό που σε κάνει να χάνεις τον εαυτό σου,τρομάζεις. Έτσι λοιπόν στα εικοσιέξι της ξεκίνησε μια θεραπεία, που θα την βοηθούσε να γίνει όπως πριν. Να έχει τον έλεγχο του εαυτού της. Το πήρε σαν μια ακόμα δοκιμασία και την έβγαλε εις πέρας, για ακόμα μια φορά.

Σήμερα είναι μια κοπέλα 29 χρονών, πιο δυνατή από ποτέ, που εξακολουθεί να παλεύει για όλα όσα αγαπάει, για όλους όσους αγαπάει και, κυρίως για εκείνη, μόνη της χωρίς χάπια. Είναι μια κοπέλα που όσα σκατά και να της έφερε η μοίρα στην πόρτα της τα αντιμετώπισε και θα εξακολουθεί να τα αντιμετωπίζει.

Γιατί η ζωή είναι μάχη και όποιος θέλει να ζήσει πρέπει να παλέψει.
Γιατί τίποτα δεν έρχεται από μόνο του αν δε βοηθήσεις κι εσύ τον εαυτό σου.
Κανείς δεν ξέρει πόση δύναμη κρύβει μέσα του, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα αναγκαστεί να επιβιώσει. Το θέμα είναι να πιστεύουμε στον εαυτό μας και να μην τον εγκαταλείπουμε.

Για όλους εκείνους, για όλους εμάς που κάθε μέρα, κάθε στιγμή της ζωής μας παλεύουμε για να επιβιώσουμε.
Παλεύουμε για τους εαυτούς μας, για αυτούς που αγαπάμε, για ένα καλύτερο αύριο.
Για τους μαχητές της ζωής λοιπόν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου